moscheto
Look at other dictionaries:
moscheto — moschet(t)o obs. forms of mosquito … Useful english dictionary
Glen Cove, New York — City … Wikipedia
μοσκέτο — και μουσκέτο, το 1. φορητό πυροβόλο όπλο με λεία κάννη, κατά κανόνα εμπροσθογεμές, πρόδρομος τού τυφεκίου 2. θανατική εκτέλεση με τουφεκισμό («αυτός χρειάζεται μουσκέτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. moscheto < αρχ. ιταλ. moschetto, moschetta «βέλος… … Dictionary of Greek